έλξη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η έλξη οι έλξεις
      γενική της έλξης* των έλξεων
    αιτιατική την έλξη τις έλξεις
     κλητική έλξη έλξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, έλξεως
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
έλξη < αρχαία ελληνική ἕλξις < ἕλκω < ϝέλκω < ρίζα ϝελκ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(s)elk- (ελκύω, τραβώ) (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική attraction)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈel.ksi/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

έλξη θηλυκό

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]