αγυμνασία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αγυμνασία | οι | αγυμνασίες |
γενική | της | αγυμνασίας | των | αγυμνασιών |
αιτιατική | την | αγυμνασία | τις | αγυμνασίες |
κλητική | αγυμνασία | αγυμνασίες | ||
ο πληθυντικός είναι δύσχρηστος | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αγυμνασία < αρχαία ελληνική ἀγυμνασία < ἀγύμναστος(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.ʝi.mnaˈsi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γυ‐μνα‐σί‐α
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αγυμνασία θηλυκό
- η έλλειψη σωματικής άσκησης
- (μεταφορικά) η έλλειψη πείρας
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αγυμνασία
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σελίδες για τεκμηρίωση
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)