αδικοπραγώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αδικοπραγώ < λείπει η ετυμολογία

αδικοπραγώ

  1. (νομικός όρος) διαπράττω αδίκημα, κάνω άδικες πράξεις
     συνώνυμα: παρανομώ

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]