αεί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀεί, αἰεί

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αεί < αρχαία ελληνική ἀεί / αἰεί < πρωτοελληνική *aiweí < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂eyu- < *h₂ey- (ζωή, ζωτική δύναμη)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /aˈi/

Επίρρημα

[επεξεργασία]

αεί (χρονικό)

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • (εκκλησιαστικός όρος) νυν και αεί: τώρα και πάντοτε
  • στο νυν και αεί: σε ακραίο σημείο, στα όρια της αντοχής κάποιου ατόμου, στο απροχώρητο, στο τέλος

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]