αειφορία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η αειφορία
      γενική της αειφορίας
    αιτιατική την αειφορία
     κλητική αειφορία
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αειφορία < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική sustainability.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε αεί + -φορία (< φέρω)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.i.foˈɾi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ει‐φο‐ρί‐α

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αειφορία θηλυκό, μόνο στον ενικό

  • διαχείριση των ανθρώπινων δραστηριοτήτων ώστε να διασφαλίζεται η συνέχισή τους στο μέλλον
    ※  συνειδητοποιήθηκε παγκόσμια ότι ήταν απαραίτητη μία νέα προσέγγιση του προβλήματος και της σχέσης οικονομίας – περιβάλλοντος και ανθρώπου – περιβάλλοντος, μία προσέγγιση συστημική που θα στηριζόταν στη διάρκεια αυτής της σχέσης και η οποία εκφράστηκε με μία νέα έννοια, αυτή της αειφορίας ή βιώσιμης ανάπτυξης 5 (Σημ. 5: Με την ορολογία «αειφορία» ή «βιώσιμη ανάπτυξη» (σντμ. «βιωσιμότητα») αποδίδουμε στα ελληνικά τους αγγλικούς όρους “sustainability” ή “sustainable development”) , Η έννοια της αειφορίας και η ενσωμάτωσή της στο εθνικό θεσμικό πλαίσιο, Εθνικό Κέντρο Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης, www.ekdd.gr, σελ.5 ([1])
    ※  Η έννοια της αειφορίας απασχολεί όλο και περισσότερο τις σύγχρονες επιχειρήσεις, οι οποίες προσπαθούν να προσαρμοστούν σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον. Για το λόγο αυτό, ακολουθούν συγκεκριμένες κατευθύνσεις και πρότυπα διαχείρισης, στοχεύοντας στους τρεις πυλώνες της αειφορίας, οικονομία, κοινωνία και περιβάλλον. (Βακαλοπούλου, Κωνσταντίνα, Παράγοντες και Πρακτικές Αειφορίας σε Βιομηχανικές Επιχειρήσεις, Διδακτορική Διατριβή, Πανεπιστήμιο Πειραιά, 2024 [2])

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. αειφορίαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)