αεροδιακομιδή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αεροδιακομιδή θηλυκό
- (νεολογισμός) η διακομιδή που γίνεται από αέρος, με εναέρια μέσα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αεροδιακομιδή
Πηγές
[επεξεργασία]- αεροδιακομιδή - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)