αεροτορπίλη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αεροτορπίλη οι αεροτορπίλες
      γενική της αεροτορπίλης των αεροτορπιλών
    αιτιατική την αεροτορπίλη τις αεροτορπίλες
     κλητική αεροτορπίλη αεροτορπίλες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
εκτόξευση αεροτορπίλης από τορπιλοπλάνο

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αεροτορπίλη < αερο- + τορπίλη ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική aerial torpedo)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.e.ɾo.toɾˈpi.li/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ε‐ρο‐τορ‐πί‐λη

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αεροτορπίλη[1] θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  1. αεροτορπίλληΓεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας