ακινητοποιούμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ακινητοποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος ακινητοποιώ

ακινητοποιούμαι (

  • με ακινητοποιούν

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]