ακινητοποιημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ακινητοποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ακινητοποιώ
Μετοχή
[επεξεργασία]ακινητοποιημένος
- που έχει ακινητοποιηθεί, που είναι εξαναγκασμένος να παραμένει σε ακινησία
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ακινητοποιημένος