ακοινώνητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ακοινώνητος < αρχαία ελληνική ἀκοινώνητος
Επίθετο
[επεξεργασία]ακοινώνητος, -η, -ο
- που δεν του αρέσει η επαφή με τον κόσμο και δεν ξέρει να φέρεται σωστά σε κοινωνικές συναναστροφές
- που δεν έχει κοινωνήσει, δεν έχει μεταλάβει
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ακοινώνητος