αλευριά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: αλεύρια
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αλευριά οι αλευριές
      γενική της αλευριάς των αλευριών
    αιτιατική την αλευριά τις αλευριές
     κλητική αλευριά αλευριές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αλευριά < αλεύρ(ι) +-ιά

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αλευριά θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]