αλεύρι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αλεύρι τα αλεύρια
      γενική του αλευριού των αλευριών
    αιτιατική το αλεύρι τα αλεύρια
     κλητική αλεύρι αλεύρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αλεύρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀλεύρι(ν) < ἀλεύριον υποκοριστικό για την αρχαία ελληνική ἄλευρον.[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /aˈle.vɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐λεύ‐ρι

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αλεύρι ουδέτερο

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
  • το αλεύρι ως τυποποιημένο προϊόν σήμερα φέρεται υπό διάφορες ονομασίες - τύπους

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

όπως ενδεικτικά

και

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]