αλευροσκόπιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αλευροσκόπιο τα αλευροσκόπια
      γενική του αλευροσκοπίου
αλευροσκόπιου
των αλευροσκοπίων
    αιτιατική το αλευροσκόπιο τα αλευροσκόπια
     κλητική αλευροσκόπιο αλευροσκόπια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αλευροσκόπιο < αλεύρι + -σκόπιο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αλευροσκόπιο ουδέτερο

  • όργανο εμπειρικού προσδιορισμού περιεκτικότητας γλουτένης σε άλευρα και της εξ αυτής εξαρτώμενης αρτοποιητικής ικανότητάς τους.

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
  • το αλευροσκόπιο έχει την ίδια αρχή λειτουργίας με το αλευρόμετρο, διαφέρουν στη πρακτική εφαρμογή.

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]