αλευροσταύρωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αλευροσταύρωμα ουδέτερο, πληθυντικός αλευροσταυρώματα
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- χριστιανικό έθιμο ιδιαίτερα διαδεδομένο στην ελληνική ύπαιθρο όπου οι νοικοκυρές με το δείκτη του δεξιού χεριού κάνουν το σημείο του σταυρού πάνω στο αλεύρι με το οποίο είναι αλευρωμένη, πασπαλισμένη η λεκάνη ή σκάφη πριν ξεκινήσουν να ζυμώσουν.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αλευροσταύρωμα
|