αμυαλιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αμυαλιά οι αμυαλιές
      γενική της αμυαλιάς των αμυαλιών
    αιτιατική την αμυαλιά τις αμυαλιές
     κλητική αμυαλιά αμυαλιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αμυαλιά < άμυαλος + -ιά

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αμυαλιά θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]