αμφιβαρής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αμφιβαρής | η | αμφιβαρής | το | αμφιβαρές |
γενική | του | αμφιβαρούς* | της | αμφιβαρούς | του | αμφιβαρούς |
αιτιατική | τον | αμφιβαρή | την | αμφιβαρή | το | αμφιβαρές |
κλητική | αμφιβαρή(ς) | αμφιβαρής | αμφιβαρές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αμφιβαρείς | οι | αμφιβαρείς | τα | αμφιβαρή |
γενική | των | αμφιβαρών | των | αμφιβαρών | των | αμφιβαρών |
αιτιατική | τους | αμφιβαρείς | τις | αμφιβαρείς | τα | αμφιβαρή |
κλητική | αμφιβαρείς | αμφιβαρείς | αμφιβαρή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αμφιβαρής < ελληνιστική κοινή ἀμφιβαρής
Επίθετο
[επεξεργασία]αμφιβαρής, -ής, -ές
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αμφιβαρής
|