ανάκαρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανάκαρα οι ανάκαρες
      γενική της ανάκαρας των ανακαρών
    αιτιατική την ανάκαρα τις ανάκαρες
     κλητική ανάκαρα ανάκαρες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ανάκαρα < ανακαρώνω + (αναδρομικός σχηματισμός) < ανα- + καρώνω < αρχαία ελληνική καρόω < κάρα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱrhesn

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ανάκαρα θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

ανάκαρα