ανάστημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανάστημα < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἀνάστημα
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /aˈna.sti.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νά‐στη‐μα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ανάστημα ουδέτερο
- το ύψος κάποιου όταν στέκεται όρθιος και ευθυτενής
- ≈ συνώνυμα: κορμοστασιά, μπόι
- (μεταφορικά) η υπόσταση, το σύνολο των ηθικών ικανοτήτων κάποιου
- ≈ συνώνυμα: αξία, εντιμότητα, επίπεδο, σθένος
- ↪ το ηθικό ανάστημα, το επιστημονικό ανάστημα
- ≈ συνώνυμα: αξία, εντιμότητα, επίπεδο, σθένος
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)