αναθεωρητικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αναθεωρητικός < ἀναθεωρητικός στην καθαρεύουσα < μεταγενέστερη (ελληνιστική κοινή) ἀναθεωρῶ
Επίθετο
[επεξεργασία]αναθεωρητικός
- εκείνος που αναθεωρεί, επανεξετάζει απόψεις
- εκείνος που έχει επισήμως την αρμοδιότητα να αναθεωρεί αποφάσεις, διατάξεις
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- αναθεωρητική βουλή: εκείνη που ορίζεται να αλλάξει άρθρα του Συντάγματος
- αναθεωρητικό δικαστήριο: εκείνο που εκδικάζει σε δεύτερο βαθμό υποθέσεις του στρατοδικείου