ανακατερό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανακατερό < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ανακατερό ουδέτερο
- (ιδιωματικό, γαστρονομία) παξιμάδι από σύμμεικτο αλεύρι· που παρασκευάζεται από δυο ειδών άλευρα, το ένα από τα οποία είναι από κριθάρι
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη ανακατεύω
Πηγές
[επεξεργασία]- Παναγιώτης Κουσαθανάς, επιμ. (²2002), Όρτσ' αλά μπάντα! Αναδρομικός διάπλους στην παλιά Μύκονο. Αθήνα: Εκδόσεις Ίνδικτος & Δήμος Μυκόνου. ISBN 960-518-134-7, σελ. 445.