αναπροσανατολισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αναπροσανατολισμός < αναπροσανατολίζω + -μός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική reorientation)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αναπροσανατολισμός αρσενικό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του αναπροσανατολίζω
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις ανά, προσανατολίζω και ανατολή
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αναπροσανατολισμός
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -μός (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)