ανδροειδές

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ανδροειδές τα ανδροειδή
      γενική του ανδροειδούς των ανδροειδών
    αιτιατική το ανδροειδές τα ανδροειδή
     κλητική ανδροειδές ανδροειδή
Κατηγορία όπως «αιλουροειδές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ανδροειδές < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική androides (παρωχημένο του android) < αρχαία ελληνική ἀνήρ, ἀνδρο- + -ειδής

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /an.ðɾo.iˈðes/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ανδροειδές ουδέτερο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]