αντιτορπιλικό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αντιτορπιλικό τα αντιτορπιλικά
      γενική του αντιτορπιλικού των αντιτορπιλικών
    αιτιατική το αντιτορπιλικό τα αντιτορπιλικά
     κλητική αντιτορπιλικό αντιτορπιλικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αντιτορπιλικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αντιτορπιλικός

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /an.di.toɾ.pi.liˈko/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ντι‐τορ‐πι‐λι‐κό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αντιτορπιλικό ουδέτερο

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

αντιτορπιλικό