αντιτορπιλικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αντιτορπιλικός < αντί + τορπίλη + -ικός (λόγιο αντιτορπιλλικός)
Επίθετο
[επεξεργασία]αντιτορπιλικός
- (ναυτικός όρος): αυτός που δύναται ν΄ αποφύγει βαλλόμενη εναντίον του τορπίλη
- (συνεκδοχικά): ο ταχύς σε ελιγμούς, ο εύδρομος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αντιτορπιλικός
|