αξιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: αξία, άξια, ἀξία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αξιά οι αξιές
      γενική της αξιάς των αξιών
    αιτιατική την αξιά τις αξιές
     κλητική αξιά αξιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αξιά < άξιος +

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αξιά θηλυκό

  1. (ιδιωματικό) αξία
  2. (ιδιωματικό) αξιάδα

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]