Από Βικιλεξικό
(Ανακατεύθυνση από )
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε τις μορφές του πεζού άλφα α-, ά-, ἀ-, ἁ-, ἄ-, ἅ- και . Επίσης, δείτε το κεφαλαίο Α

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δείτε στους ορισμούς για , για και για -α ή -ά[1]

Επίθημα

[επεξεργασία]

  1. κατάληξη για το σχηματισμό αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών παραγώγων
    1. από ρήματα: γεννώγέννα, νυστάζωνύστα
      < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική (βρομῶ - βρόμα) < αρχαία ελληνική (πεινῶ - πεῖνα)
    2. από επίθετα: πικρόςπίκρα
      < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική (ἁλμυρός - ἁλμύρα) < αρχαία ελληνική : επίθετα σε -ρός (ἐχθρός - ἔχθρα)
  2. κατάληξη ουδέτερων πληθυντικού αριθμού για ουσιαστικά που είναι παρατακτικά σύνθετα
    μαχαιροπίρουνα
    < πληθυντικός ουδετέρων -ο
  3. (μεγεθυντικό) επίθημα θηλυκών ουσιαστικών παράγωγων από ουδέτερα ουσιαστικά σε
    1. με ή χωρίς μεγεθυντική σημασία
      κεφάλικεφάλα, γυαλίγυάλα
    2. μεγεθυντικό και μειωτικό
      γαϊδούριγαϊδούρα
    < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική θηλυκό (σκάλα, ως μεγεθυντικό του -ιν (σκαλίν) < ελληνιστική κοινή (σκάλα)

ή

  1. για τον σχηματισμό επιρρημάτων
    1. από επίθετα σε -ός δεξιόςδεξιά
    2. από επίθετα σε -ύς βαθύςβαθιά
    3. από τα επιρρήματα -ως (συχνά με παράλληλους τύπους: καλά-καλώς, ευχάριστα-ευχαρίστως με την ίδια ή διαφορετική σημασία)
    < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή και -α που αντικατέστησε το -ῶς και -ως για να διακρίνεται από το -ός και -ος (όταν πια ήσαν ομόηχα) < αρχαία ελληνική
  2. για το σχηματισμό του θηλυκού γένους ουσιαστικών
    1. από αρσενικά ουσιαστικά που δηλώνουν ιδιότητα, επάγγελμα ή εθνικότητα
      θεόςθεά, κουμπάροςκουμπάρα, δάσκαλοςδασκάλα, ΚινέζοςΚινέζα
      < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική θηλυκών για αρσενικά σε -ος
      νοικοκύρηςνοικοκυρά
      < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική θηλυκό αρσενικού σε -ης
    2. από ονόματα ζώων, για να δηλωθεί η μητέρα του ζώου (δείτε και τομε μεγεθυντική σημασία)
      κουνέλικουνέλα
    3. για επίθετα σε -ος, -α, -ο (ωραίοςωραία)
    4. για επίθετα σε -ης, -α, -ικο (τεμπέληςτεμπέλα)
    5. ως προσαρμογή στη δημοτική του θηλυκού λόγιων αρχαίων δικατάληκτων επιθέτων σε -ος, -ος, -ον (η ζημιογόνος → η ζημιογόνα)
    < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική και -ά (επίθημα θηλυκών από αρσενικά σε -ος, -ός, ή μεγεθυντικό -α)
  3. κατάληξη ισοσύλλαβων θηλυκών ουσιαστικών όπως
    χαρά < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική (χαρά)
    θάλασσα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική (θάλασσα)
    μητέρα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική (μητέρα) < αρχαία αιτιατική τριτόκλιτων (μήτηρ)
    χελώνα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική (χελώνα) < αρχαία θηλυκά -η (χελώνη)
    λίμα < άμεσο δάνειο από την ιταλική -a (lima < limare) και δάνεια από άλλες γλώσσες
  4. κατάληξη ουδέτερων πληθυντικού αριθμού
    1. για ουσιαστικά περιληπτικά (όσπρια, πιατικά)
    2. για ουσιαστικά περιληπτικά που είναι ταξινομικοί όροι (Πρωτόζωα, Φυτά)
    3. για επίθετα ουδέτερα ουσιαστικοποιημένα (ελληνικά, κινέζικα)
    < πληθυντικός του ουδέτερου -ο

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]