αουτσάιντερ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αουτσάιντερ < αγγλική outsider

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αουτσάιντερ ουδέτερο άκλιτο

  • αυτός που στο ξεκίνημα ενός αγώνα έχει θεωρητικά λιγότερες πιθανότητες να νικήσει

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]