φαβορί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φαβορί < (άμεσο δάνειο) γαλλική favori < ιταλική favorito
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /fa.voˈɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φα‐βο‐ρί
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φαβορί ουδέτερο άκλιτο
- το άλογο που θεωρείται ότι έχει τις μεγαλύτερες πιθανότητες να κερδίσει σε ένα ιπποδρομικό αγώνα
- (γενικότερα) όποιο πρόσωπο, ζώο ή ομάδα συγκεντρώνει τις περισσότερες πιθανότητες να επικρατήσει σε κάποιο αγώνισμα, αντιπαράθεση, διαγωνισμό
- Φαβορί είναι η Μπαρτσελόνα
- Η "Μις Πορτογαλία" είναι φέτος φαβορί για "Μις Υφήλιος"
Συγγενικά
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)