αποβληθείς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀποβληθείς

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αποβληθείς < αποβάλλομαι

Μετοχή

[επεξεργασία]

αποβληθείς, αποβληθείσα, αποβληθέν

  • (λόγιο) που έχει αποβληθεί, που τον έχουν θέσει εκτός μιας διαδικασίας ή ενός χώρου
ο αποβληθείς μαθητής
η αποβληθείσα μαθήτρια

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]