αποσαρίδι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αποσαρίδι | τα | αποσαρίδια |
γενική | του | αποσαριδιού | των | αποσαριδιών |
αιτιατική | το | αποσαρίδι | τα | αποσαρίδια |
κλητική | αποσαρίδι | αποσαρίδια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αποσαρίδι < από + σαρίδι < (ελληνιστική κοινή) σαρόω / σαρῶ < αρχαία ελληνική σαίρω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αποσαρίδι ουδέτερο
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αποσαρίδι
|