αρχή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀρχή
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αρχή οι αρχές
      γενική της αρχής των αρχών
    αιτιατική την αρχή τις αρχές
     κλητική αρχή αρχές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αρχή < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀρχή < ἄρχω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /aɾˈçi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αρ‐χή

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αρχή θηλυκό

  1. το τοπικό ή χρονικό σημείο από όπου αρχίζει κάτι, η αφετηρία ή η αρχική φάση, το ξεκίνημα
    η αρχή μιας σχέσης
    στις αρχές του μήνα
  2. η πρωταρχική αιτία, η αφορμή
    οι οικονομικές διαφωνίες ήταν η αρχή του καυγά τους
  3. η προέλευση, το αρχικό σημείο της δημιουργίας
    η αρχή του κόσμου
  4. θεμελιακός κανόνας στη φύση, στην επιστήμη, στην τέχνη, στην πολιτική κ.λπ.
    η αρχή των συγκοινωνούντων δοχείων
  5. βασικός κανόνας που ρυθμίζει την προσωπική ή την κοινωνική συμπεριφορά
    δεν είναι μέσα στις αρχές μου να λέω ψέματα
  6. όρος, προϋπόθεση που τίθεται ως βάση και που είναι κοινά αποδεκτός ή προσυμφωνημένος
    η αρχή της αυτοδιάθεσης
  7. η δημόσια εξουσία και τα πρόσωπα που την ασκούν ή την εκπροσωπούν
    εισαγγελική / δημοτική / εκκλησιαστική / αστυνομική / εκπαιδευτική αρχή
    αδίκημα περιύβρισης της αρχής

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • κάθε αρχή και δύσκολη: το πρώτο στάδιο κάθε προσπάθειας, κάθε εγχειρήματος είναι το πιο δύσκολο
  • η αρχή είναι το ήμισυ του παντός: το πρώτο στάδιο κάθε εγχειρήματος είναι το πιο σημαντικό (κυρίως όσον αφορά την πραγματοποίησή του).
  • κατ' αρχάς: αρχικά
  • επί της αρχής: και κατ' αρχήν και ως σύνολο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]