αρχοντικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αρχοντικό < άρχοντας
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αρχοντικό ουδέτερο
- το σπίτι τού άρχοντα
- (μτφ.) το πλουσιόσπιτο
- μόλις βρήκε δουλειά, αγόρασε ένα αρχοντικό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αρχοντικό
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]αρχοντικό
- αιτιατική ενικού του αρχοντικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του αρχοντικός