ασημώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ασημώνω < ασήμι + -ώνω

ασημώνω

  1. καλύπτω κάτι με λεπτή στρώση ασημιού ή το στολίζω με ελάσματα ή καλλιτεχνήματα από ασήμι
  2. δίνω σε κάτι τη λάμψη ή το χρώμα του ασημιού
  3. χαρίζω, κυρίως σε νύφη ή νεογέννητο μωρό, ασημένιο (ή και χρυσό) νόμισμα για καλή τύχη
  4. (λαϊκότροπο) δίνω χρήματα για να προβλέψει κάποιος τι πρόκειται να συμβεί στο μέλλον

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]