ασκητήριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ασκητήριο < (ελληνιστική κοινή) ἀσκητήριον (2. σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική ermitage)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ασκητήριο ουδέτερο
- (θρησκεία) το ενδιαίτημα ενός ασκητή
- (μεταφορικά) (σχετικά) απομονωμένος χώρος, στον οποίο μπορεί κάποιος να απομονωθεί
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Θρησκεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)