ασκηταριό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ασκηταριό ουδέτερο
- (θρησκεία) (λαϊκότροπο) ενδιαίτημα ενός ασκητή
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη ασκητήριο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ασκηταριό
|