βαθμός ιεροσύνης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αναθεώρηση : ανακριβής ορισμός. |
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]βαθμός ιεροσύνης αρσενικό ('καθαρεύουσα: βαθμός ἱερωσύνης)
- (νομικός όρος) βαθμίδα αξιώματος θρησκευτικού λειτουργού
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βαθμός ιεροσύνης
|