βαρίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | βαρίτης | οι | βαρίτες |
γενική | του | βαρίτη | των | βαριτών |
αιτιατική | τον | βαρίτη | τους | βαρίτες |
κλητική | βαρίτη | βαρίτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βαρίτης < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική barite < αρχαία ελληνική βάρος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βαρίτης αρσενικό
- (χημεία) οξείδιο του βαρίου (BaO)
- (χημεία) υδροξείδιο του βαρίου (BaOΗ2)
- (ορυκτολογία) κρυσταλλικό ορυκτό απ' το οποίο εξάγεται το βάριο
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Ορυκτολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)