βιολογικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]βιολογικά < βιολογικός + -ά
Επίρρημα
[επεξεργασία]βιολογικά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βιολογικά
|
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | βιολογικά | ||
γενική | των | βιολογικών | ||
αιτιατική | τα | βιολογικά | ||
κλητική | βιολογικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
βιολογικά ουδέτερο, πληθυντικός
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βιολογικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]βιολογικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του βιολογικό
Κατηγορίες:
- Νέα ελληνικά
- Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)