βότσι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βότσι | τα | βότσια |
γενική | του | βοτσιού | των | βοτσιών |
αιτιατική | το | βότσι | τα | βότσια |
κλητική | βότσι | βότσια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βότσι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βότσι ουδέτερο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βότσι
|