γαλβανίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γαλβανίζω < από το όνομα φυσικού Galvani και γαλλική galvaniser
Ρήμα
[επεξεργασία]γαλβανίζω
- (χημεία) γενικά επιμεταλλώνω, περνάω λεπτό στρώμα μετάλλου σε άλλο μέταλλο
- (ηλεκτρολογία): ηλεκτρίζω με γαλβανική στήλη
- (τεχνολογία): ουσιαστικά επιψευδαργυρώνω μεταλλική επιφάνεια ή αντικείμενο για προστασία από τη διάβρωση - σκουριά
- (μεταφορικά): ενθουσιάζω, εμψυχώνω, ηλεκτρίζω
- φοβερός δημαγωγός, ξέρει να γαλβανίζει τα πλήθη
Παράγωγα
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γαλβανίζω