γειτνιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γειτνιάζω < αρχαία ελληνική γειτνιάζω με τις ίδιες έννοιες

Ρήμα[επεξεργασία]

γειτνιάζω (παρατ. γειτνίαζα, μέλ. στ. θα γειτνιάσω, αόρ. γειτνίασα, παρακ. έχω γειτνιάσει, μτχ. γειτνιάζοντας)

  1. (λόγιο) γειτονεύω
  2. συνορεύω
  3. (μεταφορικά) μοιάζω, είμαι συγγενής

Μεταφράσεις[επεξεργασία]