γειτονεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γειτονεύω < αρχαία ελληνική γειτονεύω < γείτων + -εύω (σημερινή έννοια αλλά και μοιάζω)

γειτονεύω

  1. είμαι γείτονας με κάποιον (για έμψυχα)
  2. συνορεύω ή είμαι απλώς κοντά σε κάτι, βρίσκομαι στην ίδια γειτονιά, κυριολεκτικά ή και μεταφορικά, (για άψυχα)

Παροιμίες

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γειτονεύω < γείτων και -εύω

γειτονεύω ( & γειτνιάω-γειτνιῶ & γειτονέω και γειτνιάζω)

  1. είμαι κοντά, συνορεύω με κάποιον
  2. μοιάζω σε κάποιον

Συγγενικά

[επεξεργασία]