γηροκομώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γηροκομώ < (ελληνιστική κοινή) γηροκομέω
Ρήμα
[επεξεργασία]γηροκομώ και γεροκομώ
- φροντίζω έναν ηλικιωμένο, ιδίως της οικογένειάς μου
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γηροκομώ
|