γιγγλυμωτός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γιγγλυμωτός < γίγγλυμος + -ωτός

Επίθετο

[επεξεργασία]

γιγγλυμωτός, -ή, -όν

  1. αυτός που έχει γιγγλύμους
    γιγγλυμωτάς σανίδας συγκλειομένας καλωδίοις (Φίλων, Μηχανική Σύνταξις)

Συγγενικά

[επεξεργασία]