γιγγλυμωτός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]γιγγλυμωτός, -ή, -όν
- αυτός που έχει γιγγλύμους
- γιγγλυμωτάς σανίδας συγκλειομένας καλωδίοις (Φίλων, Μηχανική Σύνταξις)