γιγγλυμόομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γιγγλυμόομαι < γίγγλυμος + -ομαι

γιγγλυμόομαι, γιγγλυμοῦμαι

  1. συνδέομαι, ενώνομαι, συναρμόζομαι εν είδει γιγγλύμου
    γεγιγγλύμωνται πρὸς ἀλλήλους οἱ σπόνδυλοι (Ιπποκράτης, Περὶ ἄρθρων)

Συγγενικά

[επεξεργασία]