γκλιτσαρισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γκλιτσαρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος γκλιτσάρω < γκλιτς < (άμεσο δάνειο) αγγλική glitch
Μετοχή[επεξεργασία]
γκλιτσαρισμένος, -η, -ο
- (διαδικτυακή αργκό, νεολογισμός, ανεπίσημο, πληροφορική) μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος γκλιτσάρω
- (για συσκευή, πρόγραμμα κτλ.) που έχει χάσει την αναμενομένη του λειτουργία, έχει πάθει γκλιτσάρισμα και δεν αποδίδει σωστά
- ↪ Για να αναπτυχθεί το παιχνίδι πριν την ανακοινωμένη ημερομηνία, οι προγραμματιστές έκαναν πολλές οικονομίες με αποτέλεσμα να βγει ημιτελής και γκλιτσαρισμένη η πρώτη κυκλοφορία.
- (για συσκευή, πρόγραμμα κτλ.) που έχει χάσει την αναμενομένη του λειτουργία, έχει πάθει γκλιτσάρισμα και δεν αποδίδει σωστά
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'αγαπημένος' (νέα ελληνικά)
- Μετοχές παθητικού παρακειμένου (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Μετοχές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Διαδικτυακή αργκό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Ανεπίσημοι όροι (νέα ελληνικά)
- Πληροφορική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)