γκρενά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γκρενά < (άμεσο δάνειο) γαλλική grenat < grenade < λατινική (pomum) granatum, ουδέτερο του granatus < granum < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵrHnom / *g̑er (κόκκος)
Επίθετο
[επεξεργασία]γκρενά άκλιτο
- που έχει το σκούρο κόκκινο χρώμα του ροδιού
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γκρενά ουδέτερο άκλιτο
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)