γοητεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γοητεύω < (ελληνιστική κοινήγοητεύω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɣo.iˈte.vo/

γοητεύω, πρτ.: γοήτευα, στ.μέλλ.: θα γοητεύσω και γοητέψω, αόρ.: γοήτευσα και γοήτεψα, παθ.φωνή: γοητεύομαι, μτχ.π.π.: γοητευμένος

  1. ελκύω ερωτικά
  2. κατακτώ την ψυχή κάποιου, τον μαγεύω, τον κάνω να προσηλώνεται πάνω μου, τον ενθουσιάζω και του προσφέρω μεγάλη ευχαρίστηση

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  γοητεύω   γοητεύομαι 
Παρατατικός
Μέλλοντας
Αόριστος  (ἐξ)εγοήτευσα   ἐγοητεύθην 
Παρακείμενος  γεγοήτευμαι 
Υπερσυντέλικος
Συντελ.Μέλλ.

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γοητεύω < από τη γενική της λέξης γόης-γόητος ( < γοάω, επειδή έβγαζαν κραυγές με εξορκισμούς)

γοητεύω

  1. ασκώ το επάγγελμα του μάγου, του γόητα
  2. εξαπατώ
  3. κολακεύω

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]