γραφένιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γραφένιο τα γραφένια
      γενική του γραφενίου
γραφένιου
των γραφενίων
    αιτιατική το γραφένιο τα γραφένια
     κλητική γραφένιο γραφένια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γραφένιο < αγγλική graphene < graphite + -ene < γερμανική Graphit < αρχαία ελληνική γράφω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γραφένιο ουδέτερο

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]