γυναικόπαιδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γυναικόπαιδα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γυναικόπαιδα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. σύνολο από γυναίκες και παιδιά
  2. (σε συμφραζόμενα που αναφέρονται σε πόλεμο) ο άμαχος πληθυσμός

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]